δήθεν
Προφορά
Ετυμολογία
δήθεν αρχαία ελληνική δῆθεν
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ δήθεν
✦ τάχα· χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι ως προσποιητό: ποιος είναι αυτός; μου λέει. Δήθεν δεν τον εγνώριζε, (ενώ τον ξέρει πολύ καλά) (Νεοελληνική Σύνταξις, Αχ. Τζάρτζανου)
✦ με άρθρο πριν από όν. για να δηλώσει ότι κάποιος προσποιείται ότι έχει μιαν ιδιότητα (ενώ δεν την έχει): ο δήθεν φίλος – ή δήθεν συγγενής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–