δέτης


δέτης
Προφορά

Ετυμολογία
δέτης μεταγενέστερη ελληνική δέτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δέτης

✦ αυτός που δένει κάτι ή με τον οποίο δένουν κάτι
✦ λεπτό σκοινί των ναυτικών, σάγουλα
✦ ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα των δεμένων βιβλίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.