δέκτης


δέκτης
Προφορά

Ετυμολογία
δέκτης αρχαία ελληνική δέκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δέκτης

✦ ο δεχόμενος κάτι
✦ συσκευή ή διάταξη ικανή να δέχεται σήματα που εκπέμπονται από ορισμένη πηγή: ραδιοφωνικός δέκτης
✦ (κ. μτφ. για πρόσωπα) ο ευαίσθητος σε μηνύματα, ιδέες κτλ.: είναι δέκτης του καινούριου

Συνώνυμα
λήπτης
Αντίθετα
δότης ,πομπός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.