δάκτυλος
Προφορά
Ετυμολογία
δάκτυλος αρχαία ελληνική δάκτυλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δάκτυλος
✦ το δάχτυλο (βλ. λ.)
✦ (μτφ. ) υποκίνηση: υπάρχει ξένος δάκτυλος στην υπόθεση
✦ ένας από τους πόδες της αρχαίας ελληνικής μετρικής, αποτελούμενος από μια μακρά και δύο βραχείες συλλαβές
✦ μονάδα μήκους, το εκατοστόμετρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–