δάκρυ
Προφορά
Ετυμολογία
δάκρυ αρχαία ελληνική τό δάκρυ – δάκρυον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το δάκρυ
✦ υφάλμυρο υγρό που τρέχει από τα μάτια, υπό την επήρεια εξωτερικών ερεθισμών, ή έντονων συγκινησιακών καταστάσεων
✦ ελάχιστη ποσότητα υγρού, σταλαματιά
✦ φρ. κροκοδείλια δάκρυα, δάκρυα υποκριτικά – χύνει μαύρο δάκρυ, έχει στενοχωρηθεί υπερβολικά – έχει τα δάκρυα στην τσέπη του, είναι ευσυγκίνητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–