γύψος


γύψος
Προφορά

Ετυμολογία
γύψος αρχαία ελληνική γύψος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γύψος

✦ είδος ορυκτού, ένυδρο θειικό ασβέστιο
(μτφ. ) κατάργηση της δημοκρατίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.