γόρδιος
Προφορά
Ετυμολογία
γόρδιος όν. της φρυγικής πόλης Γόρδιον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γόρδιος -α, -ο
✦ ο σχετικός με το Γόρδιον
✦ φρ. γόρδιος δεσμός, περίπλοκος κόμπος σε ζυγό άμαξας που έκοψε ο Μ. Αλέξανδρος με το ξίφος του
✦ (μτφ. ) δυσεπίλυτο πρόβλημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–