γόης


γόης
Προφορά

Ετυμολογία
γόης αρχαία ελληνική γόης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γόης

✦ θηλ. γόησσα αυτός που ασκεί γοητεία
✦ μάγος, γοητευτής
✦ θαυματοποιός, αγύρτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.