γυψοπλάστρια


γυψοπλάστρια
Προφορά

Ετυμολογία
γυψοπλάστρια γύψος + πλάστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γυψοπλάστρια

✦ θηλ. γυψοπλάστρια αυτός που ασκεί την τέχνη της κατασκευής γύψινων αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.