γυαλί
Προφορά
Ετυμολογία
γυαλί αρχαία ελληνική ὕαλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γυαλί
✦ τεχνητό σώμα, σκληρό, διάφανο και εύθραυστο
✦ υαλοπίνακας, τζάμι
✦ ποτήρι
✦ καθρέφτης
✦ η οθόνη τηλεοράσεως
✦ φρ. εμφανίζομαι – βγαίνω στο γυαλί, μετέχω σε τηλεοπτική εκπομπή
✦ γυαλιά, τα ματογυάλια
✦ φρ. του ‘βαλε τα γυαλιά, τον ξεπέρασε – τα κάνω γυαλιά καρφιά, καταστρέφω κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–