γρεναδιέρος


γρεναδιέρος
Προφορά

Ετυμολογία
γρεναδιέρος └γαλλ┘ grenadier

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γρεναδιέρος

✦ στρατιώτης ειδικός στη ρίψη χειροβομβίδων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.