γραφείο
Προφορά
Ετυμολογία
γραφείο αρχαία ελληνική γραφεῖον (= κάλαμος γραφής)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γραφείο
✦ έπιπλο, τραπέζι με τα απαραίτητα για γραφή και μελέτη
✦ οίκημα ή αίθουσα με κατάλληλη επίπλωση για την εκτέλεση γραφικής εργασίας
✦ χώρος, αίθουσα όπου στεγάζεται επαγγελματίας ή οργανισμός: δικηγορικό γραφείο – γραφείο τουρισμού
✦ τμήμα δημόσιας υπηρεσίας (προσωπικό, εργασία, καθήκοντα): γραφείο ευρέσεως εργασίας – γραφείο επιστημονικών όρων και νεολογισμών της Ακαδημίας Αθηνών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–