γραμματεύς
Προφορά
Ετυμολογία
γραμματεύς αρχαία ελληνική γραμματεύς
Ερμηνεία
γραμματεύς
✦ ουσ. θηλ. κ. γραμματεύς, -έως (Κ γραμματεύς, -έως) υπάλληλος που ασχολείται με τη σύνταξη εγγράφων
✦ βαθμός της υπαλληλικής ιεραρχίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–