γούφα
Προφορά
Ετυμολογία
γούφα – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γούφα
✦ κοίλωμα γης, γούβα, λάκκος: οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν κι ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούφες και στα σπηλάδια (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–