γούρνα
Προφορά
Ετυμολογία
γούρνα μεσαιωνική ελληνική γούρνα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γούρνα
✦ φυσική ή τεχνητή κοιλότητα, όπου συγκεντρώνεται νερό
✦ πέτρινη ή χτιστή λεκάνη κάτω από βρύση για να συγκεντρώνεται το νερό: είναι μια παλιά τούρκικη βρύση, με πεζούλια και σκαλιστή μονοκόμματη γούρνα (Στρ. Μυριβήλης)
✦ (ειδ.) ξύλινη ή πέτρινη μακρόστενη λεκάνη για το πότισμα των ζώων
✦ δεξαμενή ή σκάφη των ελαιοτριβείων όπου χύνεται το λάδι: έσκυφτε πάνω από τις γούρνες που μαζώνανε το λάδι (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–