γούπατο


γούπατο
Προφορά

Ετυμολογία
γούπατο από συμφυρμό των γούβα + πάτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το γούπατο

✦ κοίλωμα της γης, μεγάλη γούβα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.