γούνα


γούνα
Προφορά

Ετυμολογία
γούνα μεσαιωνική ελληνική γούνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γούνα

✦ κατεργασμένο δέρμα ζώου με μαλακό τρίχωμα
✦ πανωφόρι ή εξάρτημα φορεσιάς από κατεργασμένο δέρμα ζώου
✦ φρ. έχω ράμματα για τη γούνα του, του επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.