γούβα


γούβα
Προφορά

Ετυμολογία
γούβα μεσαιωνική ελληνική γουβᾶς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γούβα

✦ κοίλωμα γης ή βράχου, λάκκος, λακκούβα: τη βρήκαν κοκαλιασμένη, κουλουριαχτή μέσα σε μια γούβα μικρή σαν κολυμπήθρα (Ν. Καζαντζάκης)
✦ τμήμα εδάφους, περιοχή χαμηλότερη από τις περιβάλλουσες αυτήν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.