γοφός


γοφός
Προφορά

Ετυμολογία
γοφός αρχαία ελληνική γόμφος (= μεγάλο σφηνοειδές καρφί)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γοφός

✦ το μέρος του σώματος γύρω από την άρθρωση του μηριαίου οστού, ισχίο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.