γουόκμαν


γουόκμαν
Προφορά

Ετυμολογία
γουόκμαν └αγγλ┘Walkman

Ερμηνεία
γουόκμαν

✦ άκλ. συσκευή αποτελούμενη από μικρό ραδιόφωνο ή μαγνητόφωνο και δύο ακουστικά που στερεώνονται στο κεφάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.