γουρμάζω


γουρμάζω
Προφορά

Ετυμολογία
γουρμάζω επίθετο γούρμος (= ώριμος)

Ερμηνεία
ρήμα γουρμάζω

✦ ωριμάζω: να γουρμάσει η αγουρίδα, να μαζωχτεί το σταφύλι (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.