γουναρική


γουναρική
Προφορά

Ετυμολογία
γουναρική γουνάρης + κατάλ. -ική

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γουναρική

✦ η τέχνη της κατεργασίας δερμάτων με μαλακό τρίχωμα και της κατασκευής γουναρικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.