γουλιά


γουλιά
Προφορά

Ετυμολογία
γουλιά γούλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γουλιά

✦ η ποσότητα που μπορεί κανείς να καταπιεί σε μια ρουφηξιά: γουλιά νερό δε ζήτησε να ξεδιψάσει (Τ. Παπατσώνης) – γέμισε τα ποτήρια, τα τσουγκρίσαμε κι αρχίσαμε να πίνουμε γουλιά γουλιά (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (γεν.) μικρή ποσότητα από υγρό ή στερεό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.