γουδί
Προφορά
Ετυμολογία
γουδί μεταγενέστερη ελληνική ἰγδίον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ἡ ἴγδις, με ανάπτυξη -ου-
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γουδί
✦ σκεύος που χρησιμεύει για την κονιοποίηση σκληρών ουσιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–