γοργόνειος
Προφορά
Ετυμολογία
γοργόνειος αρχαία ελληνική γοργόνειος
Ερμηνεία
γοργόνειος
✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο σχετικός με τη γοργόνα
✦ ουδ. γοργόνειο ως ουσ., η εικόνα της κεφαλής της Μέδουσας, ως κάτι αποτρόπαιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–