γοργόνα


γοργόνα
Προφορά

Ετυμολογία
γοργόνα αρχαία ελληνική Γοργώ, -οῦς και Γοργών, -όνος, τέρας της └ελλ┘ μυθολογίας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γοργόνα

✦ θαλασσινό στοιχειό της ελληνικής λαϊκής παράδοσης με σώμα γυναίκας ως τη μέση και ουρά ψαριού
✦ η λ. και ως χαρακτηρισμός γυναίκας ωραίας
✦ ακροστόλι καραβιού: έβλεπες… γοργόνες πελεκημένες στο ξύλο… που μια φορά είχανε στολίσει δοξασμένα πραματευτάδικα και κουρσάρικα (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.