γορίλας


γορίλας
Προφορά

Ετυμολογία
γορίλας μεταγενέστερη ελληνική αἱ Γορίλλαι, όνομα δήθεν τριχωτών γυναικών (προφανώς πιθήκων) της Αφρικής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γορίλας

✦ είδος πιθήκου
(μτφ. ) δύσμορφος, αγριάνθρωπος
(μτφ. ) σωματοφύλακας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.