γνώση
Προφορά
Ετυμολογία
γνώση αρχαία ελληνική γνῶσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γνώση
✦ το να γνωρίζει κανείς κάτι: έχω γνώση του θέματος
✦ το να γνωρίζει κανείς κάτι μετά από μελέτη, άσκηση, σπουδές κτλ.: ιατρικές – πρακτικές – επιστημονικές κτλ. γνώσεις
✦ σοφία
✦ σύνεση, φρόνηση
✦ φρ. λαμβάνω γνώσιν, πληροφορούμαι – φέρω εις γνώσιν, πληροφορώ κάποιον – είμαι εν γνώσει, γνωρίζω – έχουν γνώση οι φύλακες, οι αρμόδιοι γνωρίζουν και δείχνουν την απαιτούμενη προσοχή – βάζω γνώση, συνετίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–