γνώμονας


γνώμονας
Προφορά

Ετυμολογία
γνώμονας αρχαία ελληνική γνώμων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γνώμονας

✦ όργανο που μετράει γωνίες
✦ όργανο που χαράζει ορθές γωνίες ή κάθετες γραμμές
(μτφ. ) κανόνας, αρχή: πρέπει να έχουμε ως γνώμονα το συμφέρον του συνόλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.