γνέφω


γνέφω
Προφορά

Ετυμολογία
γνέφω μεσαιωνική ελληνική γνεύω

Ερμηνεία
ρήμα γνέφω

✦ κάνω νεύμα σε κάποιον: μου έγνεψε να καθίσω δίπλα του (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.