γνάφω


γνάφω
Προφορά

Ετυμολογία
γνάφω αρχαία ελληνική γνάπτω και κνάπτω

Ερμηνεία
γνάφω

✦ κ. γνάπτω ρ. (έγναψα) κατεργάζομαι δέρματα: κοίτα τομάρια που ‘χουμε να γνάψουμε (Π. Πρεβελάκης)
✦ λευκαίνω υφάσματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.