γλωσσοφθόρος
Προφορά
Ετυμολογία
γλωσσοφθόρος γλώσσα + φθείρω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γλωσσοφθόρος -ος, -ο
✦ αυτός που με τον γραπτό ή προφορικό του λόγο φθείρει τη γλώσσα, ο βλαπτικός για τη γλώσσα: μαζικά μέσα επικοινωνίας… γλωσσοφθόρα (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–