γλωσσοπλαστικός


γλωσσοπλαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
γλωσσοπλαστικός γλωσσοπλάστης

Ερμηνεία
επίθετο┘ γλωσσοπλαστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο γλωσσοπλάστη ή στη γλωσσοπλαστία: γλωσσοπλαστική ικανότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.