γλωσσοδέτης
Προφορά
Ετυμολογία
γλωσσοδέτης γλώσσα + δένω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γλωσσοδέτης
✦ πάθηση της γλώσσας που δυσκολεύει την άρθρωση
✦ λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στη γοργή εκφορά δυσπρόφερτων λέξεων, ά. γλωσσολύτης, γλωσσοπέδη
✦ φρ. τον πιάνει γλωσσοδέτης, σιωπά από αμηχανία ή άγνοια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–