γλωσσάρι


γλωσσάρι
Προφορά

Ετυμολογία
γλωσσάρι μεταγενέστερη ελληνική γλωσσάριον, υποκοριστικό του γλῶσσα

Ερμηνεία
γλωσσάρι

✦ (Κ γλωσσάριον) σύντομο λεξικό με άγνωστες ή ιδιωματικές λέξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.