γλωσσάκι
Προφορά
Ετυμολογία
γλωσσάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού γλώσσα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γλωσσάκι
✦ μικρή γλώσσα
✦ συνήθ. στον πληθ. γλωσσάκια, στολίδια σε κεντήματα, στις άκρες ενδυμάτων κτλ. σε σχήμα γλώσσας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–