γλυκογόνο
Προφορά
Ετυμολογία
γλυκογόνο └γαλλ┘ glycogéne
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γλυκογόνο
✦ υδρογονάνθρακας που αποταμιεύεται στους ζωικούς οργανισμούς
✦ (βιοχημ.) πολυσακχαρίτης που, με υδρόλυση, δίνει γλυκόζη και περιέχεται στους ζωικούς ιστούς και ιδ. στο συκώτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–