γλυκερίνη
Προφορά
Ετυμολογία
γλυκερίνη └γαλλ┘ glycérine
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γλυκερίνη
✦ τρισθενής αλκοόλη σε στερεή ή υγρή μορφή που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στην παραγωγή καλλυντικών, βερνικιών, φαρμάκων, εκρηκτικών υλών κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–