γλυκασμός


γλυκασμός
Προφορά

Ετυμολογία
γλυκασμός μεταγενέστερη ελληνική γλυκασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γλυκασμός

✦ γλυκύτητα
(μτφ. ) ευχαρίστηση, απόλαυση: τρέμει η καρδιά του ανθρώπου από το γλυκασμό της ζωής (Σ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.