γλυκαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
γλυκαίνω αρχαία ελληνική γλυκαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γλυκαίνω
✦ κάνω κάτι γλυκό
✦ (μτφ. ) ευχαριστώ, τέρπω
✦ (μτφ. ) καταπραΰνω
✦ (αμτβ.) γίνομαι γλυκός
✦ (μέσ.) γλυκαίνομαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–