γλάρα


γλάρα
Προφορά

Ετυμολογία
γλάρα γλαρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γλάρα

✦ γαλήνη, νηνεμία
✦ (για πρόσ.) τάση για ύπνο, νύστα, υπνηλία: οι γυναίκες ακούγαν τον καλόγερο… κι η γλάρα τους πατούσε τα ματόφυλλα (Π. Πρεβελάκης)
✦ ελαφρύς και γλυκός ύπνος, η κατάσταση αυτού που μόλις κοιμήθηκε: εδώ που καθόμουν κάτω από τη λεμονιά, με πήρε μια στιγμή η γλάρα και είδα ένα όμορφο όνειρο (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.