γκρίνια


γκρίνια
Προφορά

Ετυμολογία
γκρίνια └ιταλ┘grigna

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γκρίνια

✦ ατέλειωτο κλάμα μικρού παιδιού
✦ μεμψιμοιρία
✦ διάθεση για φιλονικία
✦ διχόνοια: η γκρίνια που από καιρό άρχισε σ’ ολόκληρο το στρατό… (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.