γκρίζος
Προφορά
Ετυμολογία
γκρίζος μεσαιωνική ελληνική γκρίζος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γκρίζος -α, -ο
✦ αυτός που έχει το χρώμα μεταξύ του άσπρου και του μαύρου, σταχτής: γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα, σκοτεινά κάτω κι απάνω (Μ. Παπανικολάου)
✦ γκρίζα ζώνη-περιοχή (μτφρ. του αγγλικά grey area) εδαφική περιοχή της οποίας τα όρια δεν είναι σαφώς καθορισμένα και της οποίας το καθεστώς δεν καλύπτεται από τους ισχυρούς κανόνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–