γκιόσα


γκιόσα
Προφορά

Ετυμολογία
γκιόσα └σλαβ┘ kozje

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γκιόσα

✦ γίδα που έπαψε να γεννά
(μτφ. ) γυναίκα προχωρημένης ηλικίας και κακοφτιαγμένη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.