γκέκας
Προφορά
Ετυμολογία
γκέκας └αλβαν┘ gege
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γκέκας
✦ ονομασία αλβανικής φυλής
✦ (μτφ. ) άνθρωπος σωματώδης, άχαρος και ακάθαρτος
✦ (μτφ. ) αμόρφωτος και πεισματάρης
✦ ράτσα κυνηγετικών σκυλιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–