γιαγκίνι
Προφορά
Ετυμολογία
γιαγκίνι └τουρκ┘yangιn (= πυρκαγιά)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γιαγκίνι
✦ πυρκαγιά, φωτιά
✦ (μτφ. ) σφοδρό ερωτικό πάθος: μου τρώει γιαγκίνι την καρδιά και το κορμί μαράζι (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–