γητευτής Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γητευτήςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γητευτής.mp3Ετυμολογίαγητευτής γητεύω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο γητευτής ✦ θηλ. γητεύτρα ο μάγος, που κάνει γητειές: κι οι μαντευτάδες κι οι αστρολόγοι κι οι γητευτές κι οι ρουχολόγοι (Κ. Παλαμάς) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–