γηραιός


γηραιός
Προφορά

Ετυμολογία
γηραιός αρχαία ελληνική γηραιός

Ερμηνεία
επίθετο┘ γηραιός -ή, -ό

✦ ηλικιωμένος, γέρος
✦ (κ. για πράγμ.) που υπάρχει από πολύ καιρό, γέρικος, παλιός: το γηραιό σπίτι, βαρύ, βουβό και θερμό… (Γ. Θεοτοκάς)
✦ Γηραιά Ήπειρος, η Ευρώπη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.