γεύση
Προφορά
Ετυμολογία
γεύση αρχαία ελληνική γεῦσις
Ερμηνεία
γεύση
✦ (Κ γεύσις, -εως) μία από τις πέντε αισθήσεις, με έδρα το βλεννογόνο της γλώσσας και της στοματικής κοιλότητας
✦ η ειδική εντύπωση από καθετί που γεύεται κανείς: γεύση γλυκιά – πικρή – αλμυρή – μια γέψη στυφή στο στόμα (Γ. Σεφέρης)
✦ (γεν.) αίσθηση, εμπειρία (ιδ. από κάποιο αγαθό)
✦ νοστιμιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–