γεύομαι


γεύομαι
Προφορά

Ετυμολογία
γεύομαι αρχαία ελληνική γεύομαι

Ερμηνεία
ρήμα γεύομαι

✦ δοκιμάζω κάτι με τη γεύση: και τους καρπούς γευόμουν απ’ το δίσκο (Άγγ. Σικελιανός)
✦ γευματίζω
(μτφ. ) δοκιμάζω εμπειρίες, ιδ. τα αγαθά της ζωής: γεύτηκε τα πάντα, δεν πρέπει να ‘χει παράπονο – και να γευθείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα (Ζ. Παπαντωνίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.